φαεινότης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φαεινότης < φαεινός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φαεινότης θηλυκό (γενική φαινότητος, δόκιμος ο ενικός)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]