φαινοθειαζίνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φαινοθειαζίνη < (λόγιο δάνειο) αγγλική phenothiazine
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φαινοθειαζίνη θηλυκό
- (φαρμακευτική) σκεύασμα με αντιισταμινική, ηρεμιστική, αντιψυχωσική και αντιχολινεργική δράση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φαινοθειαζίνη