φακοσαλάτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φακοσαλάτα θηλυκό
- (γαστρονομία), (νεολογισμός): σαλάτα με βασικό υλικό τις φακές
- Νόστιμο, πλήρες γεύμα η φακοσαλάτα με τα ντοματίνια, τη φέτα και τις ελιές. (*)