φαμπρικάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φαμπρικάρω < φάμπρικα

φαμπρικάρω

  1. κατασκευάζω βιομηχανικά προϊόντα ή προϊόντα εργοστασίου
  2. (μεταφορικά) κατασκευάζω μια ψεύτικη ιστορία, αναληθή, την εφευρίσκω για να καλύψω συνήθως κάτι που έκανα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]