φαμπρικάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φαμπρικάρω < φάμπρικα
Ρήμα
[επεξεργασία]φαμπρικάρω
- κατασκευάζω βιομηχανικά προϊόντα ή προϊόντα εργοστασίου
- (μεταφορικά) κατασκευάζω μια ψεύτικη ιστορία, αναληθή, την εφευρίσκω για να καλύψω συνήθως κάτι που έκανα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φαμπρικάρω
|