φανέλλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: φανελλά
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φανέλλα οι φανέλλες
      γενική της φανέλλας των φανελλών
    αιτιατική τη φανέλλα τις φανέλλες
     κλητική φανέλλα φανέλλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φανέλλα θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]