φανελοποιός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φανελοποιός οι φανελοποιοί
      γενική του φανελοποιού των φανελοποιών
    αιτιατική τον φανελοποιό τους φανελοποιούς
     κλητική φανελοποιέ φανελοποιοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φανελοποιός < φανέλ(α) + -ο- + -ποιός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φανελοποιός αρσενικό ή θηλυκό

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]