φαντεζί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φαντεζί < (λόγιο δάνειο) γαλλική fantaisie < αρχαία ελληνική φαντασία (αντιδάνειο) [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /fan.teˈzi/ (πλησιέστερα στη γαλλική προφορά /fɑ̃.tɛ.zi/)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φαν‐τε‐ζί (ως ξένη λέξη)
Επίθετο
[επεξεργασία]φαντεζί άκλιτο
- φανταχτερός, χτυπητός, έντονος, εντυπωσιακός
- ↪ φορούσε μια πολύ φαντεζί γραβάτα, ήταν πολύ αστείος
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]- φανταιζί (παρωχημένηγ γραφή κατά τα γαλλικά')
Συγγενικά
[επεξεργασία]- φαντεζίστας
- → δείτε τις λέξεις φαντασία, φαίνω και φαίνομαι
Επίρρημα
[επεξεργασία]φαντεζί
- με φαντεζί τρόπο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ φαντεζί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)