φαρίν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φαρίν < (άμεσο δάνειο) αραβική فرس (faras, άλογο) [1] < ρίζα ف ر س (f-r-s) (σπάζω, συντρίβω)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φαρίν ουδέτερο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. φαρί - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.