φαρμακοκινητική

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φαρμακοκινητική < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική pharmacokinetics < φάρμακο + κινητική

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φαρμακοκινητική θηλυκό

  1. (φαρμακευτική): η επιστημονική μελέτη των τρόπων με τους οποίους ένα φάρμακο απορροφάται από τον οργανισμό, κυκλοφορεί - κατανέμεται σε αυτόν, μεταβολίζεται (ηπατικός μεταβολισμός) και τελικά αποβάλλεται από αυτόν (νεφρική απέκκριση).
    η φαρμακοκινητική διερευνά τους μηχανισμούς απορρόφησης, κατανομής και αποβολής των φαρμάκων
  2. μάθημα που διδάχτηκαν οι φαρμακοποιοί στη Φαρμακευτικη Σχολή
    η «Κλινική Φαρμακοκινητική» αποτελεί εκπαιδευτικό αντικείμενο του τομέα «Φαρμακογνωσίας-Φαρμακολογίας» της Φαρμακευτικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης


Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

φαρμακοκινητική

  1. θηλυκό του φαρμακοκινητικός