φαρμακοληψία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φαρμακοληψία < λόγια λέξη φάρμακον και λῆψις ( < λαμβάνω) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φαρμακοληψία θηλυκό
- (ιατρική) η λήψη φαρμακευτικού σκευάσματος με οποιοδήποτε τρόπο ( κατάποση, ενδοφλέβια, με υπόθετο, διαδερμικά, με εισπνοή)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φαρμακοληψία
|