φαρμακών

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φαρμακών < φάρμακον

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φαρμακών αρσενικό, γενική: του φαρμακῶνος

  • το βαφείο, ο χώρος στον οποίο παρασκευάζονταν φάρμακα ή χρώματα