φασάτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φασάτος | η | φασάτη | το | φασάτο |
γενική | του | φασάτου | της | φασάτης | του | φασάτου |
αιτιατική | τον | φασάτο | τη | φασάτη | το | φασάτο |
κλητική | φασάτε | φασάτη | φασάτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φασάτοι | οι | φασάτες | τα | φασάτα |
γενική | των | φασάτων | των | φασάτων | των | φασάτων |
αιτιατική | τους | φασάτους | τις | φασάτες | τα | φασάτα |
κλητική | φασάτοι | φασάτες | φασάτα | |||
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]φασάτος, -η, -ο
- (για ρούχα) που έχουν φάσες
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φασάτος
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)