φασαίων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

φασαίων αρσενικό ή θηλυκό

  1. γενική πληθυντικού του φασαίος
  2. γενική πληθυντικού του φασαία