φασκομηλιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φασκομηλιά | οι | φασκομηλιές |
γενική | της | φασκομηλιάς | των | φασκομηλιών |
αιτιατική | τη | φασκομηλιά | τις | φασκομηλιές |
κλητική | φασκομηλιά | φασκομηλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φασκομηλιά < μεσαιωνική ελληνική φασκομηλιά < αρχαία ελληνική σφάκος / φάσκος / φάσκον + μῆλον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φασκομηλιά θηλυκό
- (φυτό) φυτό με θεραπευτικές ιδιότητες, από τα φύλλα του οποίου παράγεται το αφέψημα φασκόμηλο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)