φασματοσκοπία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φασματοσκοπία θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φασματοσκοπία