φαυλοκρατία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φαυλοκρατία < φαυλοκράτης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φαυλοκρατία θηλυκό
- η επικράτηση των φαύλων στη δημόσια ζωή ή σε ένα μεγάλο οργανισμό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φαυλοκρατία
|