φαύλος κύκλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈfav.los ˈci.klos/
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]φαύλος κύκλος αρσενικό
- (λογική) λανθασμένος συλλογισμός όπου το ζητούμενο χρησιμοποιείται ως μέσο απόδειξης
- → δείτε επίσης το «παράδοξο του Ράσελ» και την «αρχή του φαύλου κύκλου»
- (μεταφορικά) η κατάσταση όπου, επιλύοντας ένα πρόβλημα, δημιουργείται ένα άλλο, το οποίο οδηγεί ξανά στο αρχικό και, κατ' επέκταση, σε αδιέξοδο
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φαύλος κύκλος