φειδωλά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]φειδωλά < φειδωλός
Επίρρημα
[επεξεργασία]φειδωλά
- με φειδώ
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φειδωλά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]φειδωλά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φειδωλό