φευκτέος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φευκτέος < φεύγ- + -τέος < φεύγω

Επίθετο

[επεξεργασία]

φευκτέος, φευκτέον

  • ρηματικό επίθετο της αρχαίας ελληνικής: αυτός που πρέπει κάποιος να τον αποφύγει