φθίνυλλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φθίνυλλα < φθίνω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φθίνυλλα

  • η λιμασμένη, περιπαικτικός χαρακτηρισμός της πολύ αδύνατης, της κοκαλιάρας

Συγγενικά

[επεξεργασία]