φθιτός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φθιτός < φθίω

Επίθετο

[επεξεργασία]

φθιτός, ἡ φθιτή, τό φθιτόν

  1. ο νεκρός
  2. ο θνητός, αυτός που υπόκειται σε φθορά (ανώνυμο, αὐξητός)

Συγγενικά

[επεξεργασία]