φιδωτά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]φιδωτά < φιδωτός
Επίρρημα
[επεξεργασία]φιδωτά (τροπικό επίρρημα)
- με φιδωτό τρόπο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φιδωτά
|
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]Κλιτός τύπος.
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]φιδωτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φιδωτό