φιλοβασιλικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φιλοβασιλικός < φίλος + βασιλιάς
Επίθετο
[επεξεργασία]φιλοβασιλικός
- ο οπαδός του πολιτεύματος της βασιλείας, βασιλόφρονας, βασιλικός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φιλοβασιλικός
|