φιλοπόλεμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φιλοπόλεμος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]φιλοπόλεμος, -η, -ο
- εκείνος που εγκρινει, επιδιώκει και συχνά απολαμβάνει τον πόλεμο
- χαρακτηρισμός διάθεσης, που του αρέσει ο πόλεμος.
- ↪ ήρθε με άγριες, φιλοπόλεμες διαθέσεις
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φιλοπόλεμος
|