φιλοτεχνέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φιλοτεχνέω παρασύνθετο του φιλότεχνος

φιλοτεχνέω - φιλοτεχνῶ (συνηρημένο)

  1. αγαπώ έντονα τις τέχνες,
  2. ασκώ τέχνη
    χρειάζεται παράθεμα Διόδωρος Σικελιώτης, (3, 37)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη φιλότεχνος