φιλοτιμώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φιλοτιμώ < φιλοτιμούμαι < αρχαία ελληνική φιλοτιμέομαι-οῦμαι
Ρήμα
[επεξεργασία]φιλοτιμώ
- σχετικά αδόκιμο στην ενεργητική φωνή, με θεωρητική σημασία άγω κάποιον στη φιλοτιμία, τον φέρνω στο φιλότιμο, διεγείρω το φιλότιμό του
- Προσπάθησα να τον φιλοτιμήσω θυμίζοντάς του τις υποχρεώσεις του
- φιλοτιμούμαι (λαϊκά: φιλοτιμιέμαι) : φέρομαι φιλότιμα, κατά κανόνα κατόπιν πίεσης