φινετσάτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φινετσάτος < φινέτσα
Επίθετο
[επεξεργασία]φινετσάτος
- ο κομψός, για άνθρωπο που έχει κομψό ντύσιμο αλλά και λεπτούς τρόπους, χαριτωμένος αλλά όχι λεπτεπίλεπτος, που διαχειρίζεται αποτελεσματικά αλλά επιδέξια και με λεπτότητα τις καταστάσεις
- για ντύσιμο που διακρίνεται από κομψότητα και λεπτό γούστο