φιόρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φιόρο < (άμεσο δάνειο) ιταλική fiore < λατινική florem, αιτιατική ενικού του flos < πρωτοϊταλική *flōs < *bʰleh₃- ‎(άνθος) < *bʰel- ‎(ανθίζω)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈfço.ɾo/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φιόρο ουδέτερο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]