φλιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φλιά <αρχαία ελληνική φλιά και φλειά (παραστάδες, οι κάθετες δοκοί αριστερά και δεξιά της πόρτας)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φλιά θηλυκό