φλογερών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]φλογερών
- γενική πληθυντικού του φλογερός
- γενική πληθυντικού του φλογερή
- γενική πληθυντικού του φλογερό
φλογερών