φοινικόπτερα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]φοινικόπτερα < phoenicopterus < αρχ. ελληνική φοινικόπτερος (ουσιαστικό και επίθετο) < κατ' άλλους από το Φοῖνιξ (το ιερό πτηνό των αρχαίων Αιγυπτίων) + πτερόν και κατ' άλλους από το αρχαίο επίθετο φοινικιοῦς (αυτός που έχει κοκκινωπό χρώμα) + πτερόν
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φοινικόπτερα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- γένος πτηνών με έξη είδη που λέγονται όλα φλαμίνγκο. Το γένος ανήκει στην οικογένεια των φοινικοπτεριδών (Phoenicopteridae)
- -Ἐυελπίδης: καλός γε καὶ φοινικιοῦς -Ἔποψ: εἰκότως γε καὶ γὰρ ὄνομ᾽ αὐτῷ 'στὶ φοινικόπτερος : -Όμορφο (πουλί) και φοινικόχρωμο -Και γι' αυτό ονομάζεται φοινικόπτερος (Αριστοφ. Όρνιθες)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φοινικόπτερα
|