φοινικώνας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φοινικώνας < (καθαρεύουσα) φοινικών
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φοινικώνας αρσενικό
- δάσος, άλσος με φοίνικες, περιοχή με πολλά φοινικόδεντρα