φορμάρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φορμάρισμα < φορμάρω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φορμάρισμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα ή η ενέργεια του φορμάρω, το να δίνει κάποιος φόρμα ή την επιθυμητή μορφή
- το να βρίσκει κάποιος την καλή του φυσική κατάσταση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φορμάρισμα
|