φορμίσκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φορμίσκος < φορμ(ός) + υποκοριστικό επίθημα -ίσκος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φορμίσκος αρσενικό
- (υποκοριστικό) μικρό καλάθι, φορμίς
- άλλες μορφές: φορμίσκιον, φορμίς
Πηγές
[επεξεργασία]- φορμίσκος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.