φορολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φορολογικός < φορολογώ
Επίθετο
[επεξεργασία]φορολογικός
- που έχει σχέση με ή αναφέρεται στην φορολογία
- φορολογική δήλωση, φορολογικός οδηγός