φουμισμένοι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /fu.miˈzme.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φου‐μι‐σμέ‐νοι
- ομόηχο: φουμισμένη
Κλιτικός τύπος μετοχής
[επεξεργασία]φουμισμένοι
- (αρσενικό) ονομαστική και κλητική πληθυντικού του φουμισμένος