φουντούλης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φουντούλης < (άμεσο δάνειο) τουρκική fodul (υπερόπτης)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φουντούλης αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- κακοφούνταλος
- κακοφούντουλος
- φουνταλλαμένος
- φουνταλεμένος
- φουνταλλαμός
- φουντάλλαμα
- φουνταλλαξά
- φουνταλλάσσω
- φουντουλεύομαι
- Φουντούλης (επώνυμο)
- φουντούλικος
- φουντούλικα
- φουντουλούκι
- φουντουλίκι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φουντούλης
|
Πηγές
[επεξεργασία]- Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014