φουρνόξυλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φουρνόξυλο ουδέτερο
- ειδικό πεπλατυσμένο και λεπτό ξύλο με μακριά λαβή, με το οποίο ο φούρναρης / αρτοποιός φουρνίζει και ξεφουρνίζει τα ψωμιά ή τα φαγητά
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φουρνόξυλο
|