φουρτουνιασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φουρτουνιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φουρτουνιάζω
Μετοχή
[επεξεργασία]φουρτουνιασμένος,η,ο
- τρικυμισμένη θάλασσα
- εκνευρισμένος άνθρωπος, έτοιμος για καβγά, συγχυσμένος