φούσκα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: φοῦσκα, Φούσκα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φούσκα οι φούσκες
      γενική της φούσκας των (φουσκών)
    αιτιατική τη φούσκα τις φούσκες
     κλητική φούσκα φούσκες
Η γενική πληθυντικού είναι μάλλον σπάνια και
μπορεί να θεωρηθεί αδόκιμη
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
γυναίκα που κάνει φούσκα με μια τσίχλα (τσιχλόφουσκα)

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φούσκα < φοῦσκα < αρχαία ελληνική φύσκη • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈfu.ska/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φού‐σκα
ομόηχο: Φούσκα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φούσκα θηλυκό

  1. ποσότητα αέρα που περικλείεται από ένα πολύ λεπτό μεμβρανώδες υλικό, κύστη, μπαλόνι, φουσκάλα
    Μασούσε τσίχλα κι έσκαγε φούσκες.
  2. οικονομικό μέγεθος (πχ η τιμή μιας μετοχής) που έχει διογκωθεί τεχνητά
  3. (οικείο) η ουροδόχος κύστη
    Πάει να σκάσει η φούσκα μου. (πρέπει επειγόντως να ουρήσω)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



ζητούμενο λήμμα - → δείτε και τη λέξη φοῦσκα