φραγμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φραγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φράζω
Μετοχή
[επεξεργασία]φραγμένος, -η, -ο
- που έχει φραχτεί
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη άφρακτος