φραπές

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φραπές οι φραπέδες
      γενική του φραπέ των φραπέδων
    αιτιατική τον φραπέ τους φραπέδες
     κλητική φραπέ φραπέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φραπές < φραπέ + για τη δημιουργία κλίσης < (άμεσο δάνειο) γαλλική frappé (χτυπημένος) < frapper

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φραπές αρσενικό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]