φρεατίς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φρεατίς < υποκοριστικό της λεξης φρέαρ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φρεατίς θηλυκό

  1. (ναυτ.) ειδική θυρίδα υδροφόρων πλοίων από την οποία επιθεωρείται προτού γεμίσει με νερό
  2. βαθιά στοά που συγκοινωνεί με υπόγειο υδατοφόρο ή υδροφόρο στρώμα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]