φρεατίς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φρεατίς < υποκοριστικό της λεξης φρέαρ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φρεατίς θηλυκό
- (ναυτ.) ειδική θυρίδα υδροφόρων πλοίων από την οποία επιθεωρείται προτού γεμίσει με νερό
- βαθιά στοά που συγκοινωνεί με υπόγειο υδατοφόρο ή υδροφόρο στρώμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φρεατίς
|