φρενῖτις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φρενῖτις < φρήν + -ίτις

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φρενῖτις, -ίτιδος θηλυκό

  1. η παραφροσύνη, η τρέλα, η φρενίτιδα
  2. εγκεφαλίτιδα, που τότε ονομαζόταν φλεγμονή του εγκεφάλου
  3. ίσως και φλεγμονή του διαφράγματος
  4. πυρετός

Συγγενικά

[επεξεργασία]