φρικαλέος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φρικαλέος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή φρικαλέος, < αρχαία ελληνική < φρίκ(η) + -αλέος
Επίθετο
[επεξεργασία]φρικαλέος
- που προκαλεί φρίκη, αποτρόπαιος, αποτροπιαστικός, τρομακτικός
- ※ δεν χρειάζεται αναβολή της δίκης, αλλά αθώωση των κατηγορουμένων και άμεση κατάργηση του φρικαλέου αυτού στρατοπέδου (Βασίλης Κ Λάζαρης, Μακρόνησος: Ιστορικός τόπος, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 2003, σελ. 645)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]φρῑκᾰλέος, ος, ον
- που τρέμει από το κρύο
- (ελληνιστική σημασία) φρικτός, φρικαλέος
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη φρίκη
Πηγές
[επεξεργασία]- φρικαλέος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φρικαλέος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -αλέος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -αλέος (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική σημασία για αρχαίες λέξεις
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)