φρι λάνσερ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φρι λάνσερ < αγγλική freelancer
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φρι λάνσερ αρσενικό ή θηλυκό, άκλιτο
- (νεολογισμός, επάγγελμα) που δουλεύει ανεξάρτητος και πουλάει τις υπηρεσίες του σε έναν εργοδότη χωρίς μόνιμο συμβόλαιο εργοδοσίας
- ※ Ύστερα από περισσότερο από έναν χρόνο που δουλεύω ως φρι λάνσερ γι’ αυτόν, στη διάρκεια του οποίου κόλλησα τυφοειδή πυρετό και έφαγα μια σφαίρα στο γόνατο, ο αρχισυντάκτης μου είδε τις ειδήσεις, νόμισε ότι ήμουν ανάμεσα στους ιταλούς δημοσιογράφους που είχαν απαχθεί (σ.σ. στη Συρία) και μου έστειλε ένα e-mail που έλεγε: “Όταν έχεις σύνδεση, μπορείς να τουιτάρεις την απαγωγή σου;”» (εφ. Το Βήμα, 10.09.2013)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φρι λάνσερ
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)