φρονίμως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φρονίμως < φρόνιμ(ος) + -ως

Επίρρημα

[επεξεργασία]

φρονίμως, συγκριτικός:φρονιμώτερον/φρονιμωτέρως, υπερθετικός: φρονιμώτατα