φρουτερία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φρουτερία < φρούτο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φρουτερία θηλυκό
- (κυπριακά) κατάστημα πώλησης φρούτων (οπωροπωλείο) (δες και φρουταρία, λέξη που χρησιμοποιείται στην Κύπρο)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φρουτερία
|