φρούρησις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φρούρησις
- λέξη της καθαρεύουσας για τη φρούρηση
Συγγενικά
[επεξεργασία]- μετοχές του φρουρῶ
- φρουρούμενος, φρουρουμένη, φρουρούμενον
- φρουρηθείς, φρουρηθεῖσα, φρουρηθέν
- φρουρῶν, φρουροῦσα, φρουροῦν