φτερουγίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φτερουγίζω < πτερυγίζω < πτέρυξ-υγος

φτερουγίζω και φτερουγώ, πρτ.: φτερούγιζα, στ.μέλλ.: θα φτερουγίσω, αόρ.: φτερούγισα

  1. πετώ, κουνώ τα φτερά μου
  2. (μεταφορικά) για έντονο συναίσθημα ψυχικού πόνου ή ξαφνικής χαράς

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]